τετράρχης

τετράρχης
τετράρχ-ης, ου, ,
A tetrarch, Str.12.5.1, Plu.Ant.56, OGI416 (Cos, i. A.D.), 543.3 (Ancyra, ii A.D.), etc.; of rulers under the protection of Rome of lower grade than kings, e.g. in Palestine, Ev.Matt.14.1, al., J.BJ1.12.5, al.; generally, Sall.Cat.20.7, Hor.Sat.1.3.12, etc.: also [full] τέτραρχος,

Θεσσαλῶν SIG274

(Delph., iv B.C.): gen.

-χου OGI606.4

(Syria, i A.D.), but

-χα IGRom.4.1683

(Pergam.): cf. τετραρχία.
II a leader of four λόχοι, or 64 men, Rev.Arch.3 (1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), 6(1935).31 (ibid., ii B.C.), Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράρχης — tetrarch masc nom sg τετραρχέω to be tetrarch imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράρχης — ο 1. (στους αρχαίους Έλληνες), διοικητής τετραρχίας (βλ. λ.). 2. (στους Ρωμαίους), διοικητής του 1/4 μιας επαρχίας. 3. (στην Καινή Διαθήκη), διοικητής χώρας υποτελούς στη Ρώμη: Ηρώδης, ο τετράρχης της Γαλιλαίας. 4. διοικητής μιας από τις τέσσερις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράρχης — ο, ΝΜΑ 1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών 2. (στη Ρώμη) α) διοικητής τού ενός τετάρτου μιας επαρχίας β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές… …   Dictionary of Greek

  • τετράρχαι — τετράρχης tetrarch masc nom/voc pl τετράρχᾱͅ , τετράρχης tetrarch masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχῶν — τετράρχης tetrarch masc gen pl τετραρχέω to be tetrarch pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράρχαις — τετράρχης tetrarch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράρχην — τετράρχης tetrarch masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράρχου — τετράρχης tetrarch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράρχῃ — τετράρχης tetrarch masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • τετράρχας — τετράρχᾱς , τετράρχης tetrarch masc acc pl τετράρχᾱς , τετράρχης tetrarch masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”